αναχάραξη

αναχάραξη
η
η χάραξη ξανά: Λέγεται ότι θα γίνει αναχάραξη του δρόμου που θα περνούσε κι από το χωριό μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναχάραξη — η (Α ἀναχάραξις) 1. η εκ νέου χάραξη, το ξαναχάραγμα 2. η χάραξη προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”